- τροτσκιστής
- ο, θηλ. τροτσκίστρια, Νοπαδός τού Τρότσκι και τού τροτσκισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. trotskyist < Trotsky, όν. ηγέτη τού Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Μπολσεβίκων + κατάλ. -ist (< -ιστής*)].
Dictionary of Greek. 2013.